- ληξιαρχείο
- τοδημόσια υπηρεσία για την καταγραφή γεννήσεων, γάμων, θανάτων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ληξιαρχείο — Δημόσια υπηρεσία επιφορτισμένη με την τήρηση βιβλίων τα οποία ονομάζονται ληξιαρχικά και στα οποία καταχωρούνται τα γεγονότα που αφορούν την προσωπική κατάσταση κάθε προσώπου: γεννήσεις, βαπτίσεις, γάμοι, θάνατοι. Σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία … Dictionary of Greek
αρχείο — Στην αρχαιότητα ο όρος σήμαινε το μέρος όπου έδρευαν ή συνεδρίαζαν οι αρχές ή ακόμα και τις ίδιες τις αρχές (Αριστοτέλης). Αργότερα πήρε τη σημασία που έχει σήμερα, δηλαδή συλλογές δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων καθώς και το μέρος όπου φυλάσσονται … Dictionary of Greek
δηλώνω — (AM δηλῶ, όω Μ και δηλώνω) [δήλος] 1. αναφέρω, λέγω («δήλωσε τα εξής», «δηλώσω δὲ καὶ τόδε») 2. φανερώνω, αποκαλύπτω («τον έρωτα εδήλωσαν που χαν εις την αγάπην», «κάρτα μοι σαφώς ἐδήλωσας κακά») 3. ερμηνεύω, εξηγώ («δηλώσει τα αινίγματα και τα… … Dictionary of Greek
ληξιαρχικός — ή, ό (Α ληξιαρχικός, ή, όν) [ληξίαρχος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ληξίαρχο ή στο ληξιαρχείο νεοελλ. αυτός που χρησιμεύει για βεβαίωση γεγονότων σχετικών με την αστική κατάσταση τών πολιτών, όπως γεννήσεων, βαπτίσεων, θανάτων, γάμων… … Dictionary of Greek
ληξιαρχικός — ή, ό αυτός που ανήκει στο ληξιαρχείο ή προέρχεται απ αυτό: Ληξιαρχική πράξη θανάτου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)